Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ο μύλος έτσι

  • 1 κάθομαι

    (αόρ. (ε)κάθησα и έκατσα)
    1) сидеть; садиться;

    κάθομαι στο τραπέζι — сидеть за столом;

    2) жить, проживать;

    κάθομαι στην οδό Αίολου — я живу на улице Эолу;

    3) сидеть без. работы, без дела; простаивать;

    ο μύλος έτσι κάθεται — мельница простаивает;

    πολύς κόσμος κάθεται — имеется много безработных;

    4) заниматься (чём-л.); взяться (за что-л.); предпринимать (что-л.); б) хим. осаждаться, отстаиваться:
    6) мор. садиться на мель;

    § κάθομαι Ήσυχος — сидеть спокойно;

    κάθομαι στ' αβγά μου — не вмешиваться;

    κάθομαι στα καρφιά ( — или στα κάρβουνα — или στ' αγκάθια) — сидеть как на иголках;

    μου κάθεται στο στομάχι — а) тяжело ложится на желудок (пища); — б) он у меня сидит в печёнках

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κάθομαι

См. также в других словарях:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… …   Dictionary of Greek

  • Έλιοτ, Τζορτζ — (George Elliot, Άρμπερι Φαρμ, Γουορικσάιρ 1819 – Τσέλσι, Λονδίνο 1880). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Αγγλίδας συγγραφέως Μέρι Αν Έβανς (Mary Ann Evans). Πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα νεανικά της χρόνια στο Γουορικσάιρ –όπου διαδραματίζονται πολλά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»